συκοφαντήσῃ

συκοφαντήσῃ
σῡκοφαντήσῃ , συκοφαντέω
to be a
aor subj mid 2nd sg
σῡκοφαντήσῃ , συκοφαντέω
to be a
aor subj act 3rd sg
σῡκοφαντήσῃ , συκοφαντέω
to be a
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συκοφάντηση — η / συκοφάντησις, ήσεως ΝΜ [συκοφαντῶ] η ενέργεια τού συκοφαντώ, συκοφαντία …   Dictionary of Greek

  • λασπολογία — η [λασπολογώ] η συκοφάντηση με χυδαίο και ιταμό τρόπο, η κατασπίλωση …   Dictionary of Greek

  • κατασυκοφάντηση — η συκοφάντηση σε μεγάλο βαθμό: Κανένας δεν πίστεψε την κατασυκοφάντηση που μου κανες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”